στοιβασία — στοιβασίᾱ , στοιβασία stuffing fem nom/voc/acc dual στοιβασίᾱ , στοιβασία stuffing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περονοφόρος — α, ο, Ν φρ. «περονοφόρο ανυψωτικό μηχάνημα» βιομηχανικό όχημα που φέρει ανυψωτική διάταξη ή επιτρέπει την ανύψωση, μετακίνηση και στοιβασία φορτίου που έχει τοποθετηθεί σε πρόχειρη, συνήθως ξύλινη, βάση, την παλέτα … Dictionary of Greek
πουντέλιασμα — και πουντελιάρισμα και πουντελάρισμα και πουντελιξάρισμα, το, Ν [πουντελιάρω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πουντελιάρω, η στήριξη με πουντέλια 2. (ξυλ.) μέθοδος που ακολουθείται κατά τη στοιβασία ξυλείας και σύμφωνα με την οποία… … Dictionary of Greek
πριμάζ — Ν άκλ. όρος τών φορτωτικών εγγράφων στις ναυτεμπορικές συμφωνίες σύμφωνα με τον οποίο εισπράττεται επιπρόσθετος ναύλος, που δικαιολογείται με την πρόσθετη εργασία κατά τη φόρτωση και στοιβασία τού φορτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. primage «πρόσθετη… … Dictionary of Greek
στοίβασις — και πιθ. γρφ. στίβασις, άσεως, ἡ, Α [στοιβάζω] στοιβασία … Dictionary of Greek
στοιβάσιμος — ον, Α [στοίβασις] κατάλληλος για στοιβασία, δεκτικός στοιβασίας … Dictionary of Greek
στοιβασμός — ό, ΝΜ [στοιβάζω] στοιβασία, στοίβαγμα … Dictionary of Greek